- καπνός
- 1) fumée2) tabac
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καπνός — with smokecoloured grapes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
καπνός — I 1.αεριώδες μείγμα από αέρια ατμού και αιθάλης που βγαίνει κατά την καύση οποιασδήποτε ουσίας: Τα ξύλα αυτά βγάζουν πολύ καπνό. 2. (παροιμ.): «Κάθε ξύλο έχει τον καπνό του», που σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει τις ιδιοτροπίες του. 3. η φράση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνοῖς — καπνός with smokecoloured grapes masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνούς — καπνός with smokecoloured grapes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνέ — καπνός with smokecoloured grapes masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνῷ — καπνός with smokecoloured grapes masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνόν — καπνός with smokecoloured grapes masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… … Dictionary of Greek
ναργιλές — Συσκευή καπνίσματος, που χρησιμοποιείται στις χώρες της Ανατολής. Λέγεται και ναργελές, αργελές και αργιλές. Αποτελείται από μια φιάλη γεμάτη νερό από το οποίο περνά ο καπνός, πριν φτάσει στο στόμα του καπνιστή. Η ονομασία του προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
σμύχω — Α 1. καίω κάτι σιγά σιγά, σιγοκαίω ή σιγοβράζω 2. συστέλλω («σμύχονται σάρκες», Αρετ.) 3. μτφ. (για τη θλίψη) βασανίζω κάποιον («κῆρ ἄχεϊ σμύχουσα», Απολλ. Ρόδ.) 4. παθ. σμύχομαι μτφ. λειώνω από τη φωτιά τού έρωτα ή από υποψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… … Dictionary of Greek